- ὕθλος
- ὕθλος, ὁ,A idle talk, nonsense, Pl.Ly.221d, D.35.25; γραῶν ὕ. old wives' gossip, Pl.Tht.176b, Porph.Abst.4.16, cf. Jul.Or.5.161b (pl.): pl., ὕθλους λέγειν, Pl.R.336d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὕθλος — idle talk masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύθλος — ὁ, ΜΑ ανόητη φλυαρία, μωρολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. τ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων σχηματισμένος με το σπάνιο επίθημα θλ ος (πρβλ. ἄεθλος, ἰμάσθλη). Κατά μία άποψη, η λ. θα μπορούσε να συνδεθεί με το θ. τού ρ. ὕει «βρέχει» (πρβλ.… … Dictionary of Greek
Γραῶν ὕθλος. — γραῶν ὕθλος. См. Сказки! … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ὕθλοι — ὕθλος idle talk masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕθλοις — ὕθλος idle talk masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕθλον — ὕθλος idle talk masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕθλου — ὕθλος idle talk masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕθλους — ὕθλος idle talk masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕθλων — ὕθλος idle talk masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὕθλῳ — ὕθλος idle talk masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
сказки(бабьи)! — иноск.: вздор, сплетни, несуществующее в действительности, как выдумки (намек на сказки для детей) Девичьи сны да бабьи сказки. Бабьи бредни. Ср. Рассказывай сказки (иноск.) ври больше! Ср. Вы б любили? сказки; Веры мне неймется. Дельвиг. Ср.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона